- κορνιζώνω
- και κορνιζάρω [κορνίζα]περιβάλλω κάτι με κορνίζα, με πλαίσιο, τοποθετώ ή εφαρμόζω κάτι μέσα σε πλαίσιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνιζώνω — κορνιζώνω, κορνίζωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορνιζώνω — και κορνιζάρω κορνίζωσα και κορνιζάρισα, κορνιζώθηκα και κορνιζαρίστηκα, κορνιζωμένος και κορνιζαρισμένος, τοποθετώ κάτι μέσα σε κορνίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακορνίζωτος — η, ο [κορνιζώνω] ο ακορνιζάριστος … Dictionary of Greek
κορνίζωμα — το [κορνιζώνω] η τοποθέτηση φωτογραφίας, πίνακα ή διπλώματος σε κορνίζα … Dictionary of Greek
κορνιζάρω — βλ. κορνιζώνω … Dictionary of Greek
κορνιζάρω — κορνιζάρω, κορνιζάρισα βλ. πίν. 55 και πρβλ. κορνιζώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής